Monday, April 09, 2007

none that can be spoken


Αν δεχτούμε ότι σε κάθε κινηματογραφική ταινία ο θεατής βλέπει συνήθως ακριβώς αυτά που ήθελε, ή έστω περίμενε, να δει, τότε το "The Fountain" είναι μάλλον η εξαίρεση για μένα: διότι σε μια ταινία που οι περισσότεροι, μερικοί εξ αυτών σαφώς πιο έξυπνοι από μένα, δεν κατάλαβαν απολύτως τίποτα, εγώ είδα όλα όσα δεν ήθελα να θυμηθώ. Και οι υπέροχες [τι χρώματα, τι φωτισμοί, τι συνθέσεις, τι εμπνεύσεις, τι ατμόσφαιρα, τι ζωγραφιές, ΤΙ ΜΟΥΣΙΚΗ...] εικόνες του Darren Aronofsky απαιτούσαν από εμένα ένα ύστατο αντίο.
Well, την ταινία [νομίζω] την κατάλαβα [to cut a long story short, o άνθρωπος δεν είναι Θεός και ούτε πρόκειται να γίνει ποτέ, οφείλει να αποδεχτεί ότι μερικά πράγματα τον ξεπερνούν και πρέπει να εστιάζει στην ουσία της ζωής, στην απλή μαγεία της καθημερινότητας, αντί να κυνηγά ανεμόμυλους που βρίσκονται μόνο στο μυαλό του...], αλλά χρειάζεται κάτι παραπάνω από μία εντυπωσιακή ταινία, δυο καλές ερμηνείες, μία συγκλονιστική μουσική επένδυση και μία μεγαλειώδη σκηνοθεσία για να τα διαγράψω όλα. Δεν είμαι, δυστυχώς, Θεός. Η Αγάπη, όμως, είναι...

Sunday, April 01, 2007

impossible to forget, hard to remember


Σε μια σκηνή μιας ταινίας της οποίας ο τίτλος δεν έχει καμία σημασία, ένα κοριτσάκι βάζει τα χέρια του μπροστά στα μάτια του, ως αντίδραση στην ανακοίνωση ενός οικοδόμου στην τηλεόραση, που προειδοποιεί ότι θα ανατινάξει ένα παλιό σπίτι, το οποίο δεν είναι πλέον κατοικίσημο λόγω μίας επιδρομής τερμιτών. Το κοριτσάκι, βέβαια, φοβάται λίγο, αλλά παράλληλα ανοίγει τα δάχτυλά του, ώστε να ρίξει μερικές κλεφτές ματιές στο επικείμενο boom!

Αν μπορούσα να διαλέξω ποια γυναίκα θα ήθελα να έχω συνοδηγό στο αυτοκίνητο, μία τέτοια θα διάλεγα... Μία που να κλείνει με αυτό τον αυθόρμητο, παιδικό, ελαφρώς αστείο και πέρα για πέρα ανόητο τρόπο τα μάτια της, κάθε φορά που θα κοντεύω να τρακάρω με τον μπροστινό μου.

"Μα γιατί;", θα ρώταγα αν διάβαζα αυτές τις γραμμές χωρίς να τις έχω γράψει κιόλας...

Γιατί, άμέσως μόλις ΔΕΝ θα άκουγε ήχο σύγκρουσης, θα άνοιγε ελαφρώς τα δάχτυλά της με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: για να βεβαιωθεί ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί, ή κάτι τέτοιο. Και εγώ χαμογελώντας θα έβλεπα τα μάτια της να με κοιτούν. Αν είχατε δει και εσείς αυτά τα μάτια, και αυτό το χαμόγελο που ανταπέδιδε, δαγκώνοντας αμήχανα τη γλώσσα της, δε θα αναρωτιόσασταν "μα γιατί;".

Το ερώτημα είναι άλλο: εγώ, γιατί το θυμήθηκα τώρα αυτό και, κυρίως, για ποιο λόγο κάθομαι και το γράφω;